- δωρείας
- δωρείᾱς , δωρεάgiftfem acc pl (attic)δωρείᾱς , δωρεάgiftfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δωρειᾶς — δωρειά fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρειάς — δωρειά̱ς , δωρειά fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόδοσις — όσεως, ἡ, Α [προδίδωμι] 1. το πρόδομα* («δωρειὰς καὶ προδόσεις δοὺς ἑκάστῳ αὐτῶν μεγάλας», Δημοσθ.) 2. η προδοσία («οἷς ἂν προδόσεως αἰτίαν ἐπιφέρων τις εἰς δικαστήριον ἄγη», Πλάτ.) 3. φρ. «προδόσει πίνειν» πίνω με πίστωση … Dictionary of Greek